- άσκυλτος
- ἄσκυλτος, -ον (AM)ο ανενόχλητος, ο ασάλευτος1. ο ακλόνητος, ο άφοβος2. (για το κεφάλι) ο ακατάστατος, ο απεριποίητος, δηλαδή με μακριά μαλλιά3. επίρρ. ἀσκύλτωςχωρίς τραυματισμόαρχ.αυτός που δεν τραυματίζει.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σκύλλω «ενοχλώ, ταράσσω, ξεσχίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.